μαχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαχόμενος, μετοχή ενεστώτα του μάχομαι
Μετοχή
επεξεργασίαμαχόμενος, -η, -ο
- αγωνιζόμενος, που μάχεται, που παλεύει
- ↪ υπηρέτησε τη μαχομένη δημοσιογραφία/δικηγορία
- που του συμβαίνει κάτι ενώ δίνει μάχη
- ↪ έπεσε μαχόμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαχόμενος, μετοχή ενεστώτα του μάχομαι
Μετοχή
επεξεργασίαμαχόμενος, -η, -ο
- μετοχή ενεστώτα του μάχομαι, ρήματος μέσης φωνής