Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαχόμενος η μαχόμενη το μαχόμενο
      γενική του μαχόμενου της μαχόμενης του μαχόμενου
    αιτιατική τον μαχόμενο τη μαχόμενη το μαχόμενο
     κλητική μαχόμενε μαχόμενη μαχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαχόμενοι οι μαχόμενες τα μαχόμενα
      γενική των μαχόμενων των μαχόμενων των μαχόμενων
    αιτιατική τους μαχόμενους τις μαχόμενες τα μαχόμενα
     κλητική μαχόμενοι μαχόμενες μαχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαχόμενος, μετοχή ενεστώτα του μάχομαι

  Μετοχή επεξεργασία

μαχόμενος, -η, -ο

  1. αγωνιζόμενος, που μάχεται, που παλεύει
    υπηρέτησε τη μαχομένη δημοσιογραφία/δικηγορία
  2. που του συμβαίνει κάτι ενώ δίνει μάχη
    έπεσε μαχόμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαχόμενος, μετοχή ενεστώτα του μάχομαι

  Μετοχή επεξεργασία

μαχόμενος, -η, -ο

  • μετοχή ενεστώτα του μάχομαι, ρήματος μέσης φωνής