fighting
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fighting < (κληρονομημένο) μέση αγγλική feghtyng < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική feohtende
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fighting | fightings |
fighting (en)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
fighting (en)