Δείτε επίσης: ἀειφανής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αειφανής η αειφανής το αειφανές
      γενική του αειφανούς* της αειφανούς του αειφανούς
    αιτιατική τον αειφανή την αειφανή το αειφανές
     κλητική αειφανή(ς) αειφανής αειφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αειφανείς οι αειφανείς τα αειφανή
      γενική των αειφανών των αειφανών των αειφανών
    αιτιατική τους αειφανείς τις αειφανείς τα αειφανή
     κλητική αειφανείς αειφανείς αειφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αειφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀειφανής < ἀεί (αει-) + -φανής (< φαίνομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

αειφανής, -ής, -ές

  1. αυτός που είναι πάντοτε ορατός
  2. (αστρονομία): ουράνιο σώμα (αστέρας, ή αστερισμός) που κινείται πάντα περί τον έναν πόλο της Γης (Βόρειο ή Νότιο, ανάλογα με το ημισφαίριο), που παραμένει συνεχώς πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα[1]
    ⮡  Η Μεγάλη Άρκτος είναι αειφανής αστερισμός για εμάς που κατοικούμε στην Ελλάδα
    → δείτε και τις λέξεις αφανής και αμφιφανής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία