Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιφανής η αμφιφανής το αμφιφανές
      γενική του αμφιφανούς* της αμφιφανούς του αμφιφανούς
    αιτιατική τον αμφιφανή την αμφιφανή το αμφιφανές
     κλητική αμφιφανή(ς) αμφιφανής αμφιφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιφανείς οι αμφιφανείς τα αμφιφανή
      γενική των αμφιφανών των αμφιφανών των αμφιφανών
    αιτιατική τους αμφιφανείς τις αμφιφανείς τα αμφιφανή
     κλητική αμφιφανείς αμφιφανείς αμφιφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφιφανής

  Επίθετο επεξεργασία

αμφιφανής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κων.Σ. Χασάπης, Ουρανογραφία. Αθήνα: Ίδρυμα Ευγενίδου - Πλανητάριον, 1972, σσ. 6-7. Στο eef.edu.gr· πρόσβαση: 2020-12-18.
  2. Βλ. Εγκυκλοπαιδικό λεξικόν, τόμ. 1. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1927, σ. 950.