Δείτε επίσης: αμφιφανής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμφιφανής τὸ ἀμφιφανές
      γενική τοῦ/τῆς ἀμφιφανοῦς τοῦ ἀμφιφανοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀμφιφανεῖ τῷ ἀμφιφανεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμφιφαν τὸ ἀμφιφανές
     κλητική ! ἀμφιφανές ἀμφιφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμφιφανεῖς τὰ ἀμφιφαν
      γενική τῶν ἀμφιφανῶν τῶν ἀμφιφανῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμφιφανέσ(ν) τοῖς ἀμφιφανέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμφιφανεῖς τὰ ἀμφιφαν
     κλητική ! ἀμφιφανεῖς ἀμφιφαν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμφιφανεῖ τὼ ἀμφιφανεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀμφιφανοῖν τοῖν ἀμφιφανοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀμφιφανής< ἀμφι- + -φανής

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμφιφανής, -ής, -ές

  1. που φαίνεται από παντού, από όλους· πασιφανής, περιφανής
  2. (αστρονομία)αστέρας που είναι ορατός και το πρωί και το βράδι

Συνώνυμα

επεξεργασία