άφαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφαντος | η | άφαντη | το | άφαντο |
γενική | του | άφαντου | της | άφαντης | του | άφαντου |
αιτιατική | τον | άφαντο | την | άφαντη | το | άφαντο |
κλητική | άφαντε | άφαντη | άφαντο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφαντοι | οι | άφαντες | τα | άφαντα |
γενική | των | άφαντων | των | άφαντων | των | άφαντων |
αιτιατική | τους | άφαντους | τις | άφαντες | τα | άφαντα |
κλητική | άφαντοι | άφαντες | άφαντα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άφαντος < αρχαία ελληνική ἄφαντος < φαίνω
Επίθετο
επεξεργασίαάφαντος, -η, -ο
- που δε φαίνεται, που χάθηκε ή εξαφανίστηκε
- μέχρι να φτάσω στο λιμάνι το καράβι είχε γίνει άφαντο
- δεν τον βρίσκω πουθενά, είναι άφαντος εδώ και καιρό
- σε περιπτώσεις που κάποιος άνθρωπος εξαφανισθεί, μπορεί με δικαστική απόφαση να κηρυχθεί άφαντος
- που δεν φάνηκε ακόμη, που είναι αόρατος
- σε περίμενα για ώρα μα εσύ ήσουν άφαντος
- κρυμμένος στο σκοτάδι και όντας άφαντος για όλους, τους αιφνιδίασα