Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφανιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀφανιστικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφανιστικ
ός
η
αφανιστικ
ή
το
αφανιστικ
ό
γενική
του
αφανιστικ
ού
της
αφανιστικ
ής
του
αφανιστικ
ού
αιτιατική
τον
αφανιστικ
ό
την
αφανιστικ
ή
το
αφανιστικ
ό
κλητική
αφανιστικ
έ
αφανιστικ
ή
αφανιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφανιστικ
οί
οι
αφανιστικ
ές
τα
αφανιστικ
ά
γενική
των
αφανιστικ
ών
των
αφανιστικ
ών
των
αφανιστικ
ών
αιτιατική
τους
αφανιστικ
ούς
τις
αφανιστικ
ές
τα
αφανιστικ
ά
κλητική
αφανιστικ
οί
αφανιστικ
ές
αφανιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφανιστικός
<
(
ελληνιστική κοινή
)
ἀφανιστικός
Επίθετο
επεξεργασία
αφανιστικός
που έχει
σχέση
με τον
αφανισμό
ή τον
αφανιστή
ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συνώνυμα
επεξεργασία
καταστρεπτικός
καταστροφικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
αφανίζω
,
αφανής
και
φαίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφανιστικός
αγγλικά
:
destructive
(en)