Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκαταστροφικός η αυτοκαταστροφική το αυτοκαταστροφικό
      γενική του αυτοκαταστροφικού της αυτοκαταστροφικής του αυτοκαταστροφικού
    αιτιατική τον αυτοκαταστροφικό την αυτοκαταστροφική το αυτοκαταστροφικό
     κλητική αυτοκαταστροφικέ αυτοκαταστροφική αυτοκαταστροφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκαταστροφικοί οι αυτοκαταστροφικές τα αυτοκαταστροφικά
      γενική των αυτοκαταστροφικών των αυτοκαταστροφικών των αυτοκαταστροφικών
    αιτιατική τους αυτοκαταστροφικούς τις αυτοκαταστροφικές τα αυτοκαταστροφικά
     κλητική αυτοκαταστροφικοί αυτοκαταστροφικές αυτοκαταστροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκαταστροφικός < αυτοκαταστροφή

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοκαταστροφικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία