αυτοκαταστροφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκαταστροφή < αυτο- + καταστροφή
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααυτοκαταστροφή θηλυκό
- η καταστροφή κάποιου με τη θέλησή του
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκαταστροφή