↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαστρεβλωτικός η διαστρεβλωτική το διαστρεβλωτικό
      γενική του διαστρεβλωτικού της διαστρεβλωτικής του διαστρεβλωτικού
    αιτιατική τον διαστρεβλωτικό τη διαστρεβλωτική το διαστρεβλωτικό
     κλητική διαστρεβλωτικέ διαστρεβλωτική διαστρεβλωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαστρεβλωτικοί οι διαστρεβλωτικές τα διαστρεβλωτικά
      γενική των διαστρεβλωτικών των διαστρεβλωτικών των διαστρεβλωτικών
    αιτιατική τους διαστρεβλωτικούς τις διαστρεβλωτικές τα διαστρεβλωτικά
     κλητική διαστρεβλωτικοί διαστρεβλωτικές διαστρεβλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαστρεβλωτικός < διαστρεβλωτής + -ικός < διαστρεβλώνω + -τής < αρχαία ελληνική διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ < στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.stɾe.vlo.tiˈkos/ & /ðʝa.stɾe.vlo.tiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

διαστρεβλωτικός αρσενικό, διαστρεβλωτική θηλυκό, διαστρεβλωτικό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία