Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρεβλώνω < αρχαία ελληνική στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾeˈvlo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

στρεβλώνω (παθητική φωνή: στρεβλώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) στραβώνω, παραμορφώνω, κάνω κάτι στρεβλό
  2. (μεταφορικά) διαστρεβλώνω, παραποιώ, διαστρέφω, παραμορφώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία