Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρεβλωτικός η στρεβλωτική το στρεβλωτικό
      γενική του στρεβλωτικού της στρεβλωτικής του στρεβλωτικού
    αιτιατική τον στρεβλωτικό τη στρεβλωτική το στρεβλωτικό
     κλητική στρεβλωτικέ στρεβλωτική στρεβλωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρεβλωτικοί οι στρεβλωτικές τα στρεβλωτικά
      γενική των στρεβλωτικών των στρεβλωτικών των στρεβλωτικών
    αιτιατική τους στρεβλωτικούς τις στρεβλωτικές τα στρεβλωτικά
     κλητική στρεβλωτικοί στρεβλωτικές στρεβλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρεβλωτικός < στρεβλώνω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

στρεβλωτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία