στρέβλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρέβλωμα < ελληνιστική κοινή στρέβλωμα < αρχαία ελληνική στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstɾe.vlo.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρέβλωμα ουδέτερο