Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδροστρόβιλος οι υδροστρόβιλοι
      γενική του υδροστρόβιλου
υδροστροβίλου
των υδροστρόβιλων
υδροστροβίλων
    αιτιατική τον υδροστρόβιλο τους υδροστρόβιλους
υδροστροβίλους
     κλητική υδροστρόβιλε υδροστρόβιλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η μηχανή ενός υδροστρόβιλου
 
Υδροστρόβιλος στη θάλασσα

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροστρόβιλος < υδρο- + στρόβιλος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hydroturbine[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðɾoˈstɾo.vi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δρο‐στρό‐βι‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροστρόβιλος αρσενικό

  1. (τεχνολογία) ειδική μηχανή που κινείται με τη ενέργεια που λαμβάνει από την κίνηση του νερού και με τη σειρά της κινεί κάτι άλλο
  2. (μετεωρολογία) ανεμοστρόβιλος που εκδηλώνεται πάνω σε υδάτινη επιφάνεια[2]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. υδροστρόβιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ανεμοστρόβιλος, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών