υδροστρόβιλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υδροστρόβιλος < υδρο- + στρόβιλος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hydroturbine)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðɾɔˈstɾɔ.vi.lɔs/
- συλλαβισμός : υ‐δρο‐στρό‐βι‐λος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υδροστρόβιλος αρσενικό
- (τεχνολογία) ειδική μηχανή που κινείται με τη ενέργεια που λαμβάνει από την κίνηση του νερού και με τη σειρά της κινεί κάτι άλλο
- (μετεωρολογία) ανεμοστρόβιλος που εκδηλώνεται πάνω σε υδάτινη επιφάνεια[1]
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μηχανή
ανεμοστρόβιλος
Επεξεργασία
- ↑ Ανεμοστρόβιλος, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών