ατμοστρόβιλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ατμοστρόβιλος < ατμός + -ο- + στρόβιλος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική steam turbine)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ατμοστρόβιλος αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ατμοστρόβιλος
|
ατμοστρόβιλος αρσενικό
|