στροβιλοσυμπιεστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στροβιλοσυμπιεστής < στρόβιλος + -ο- + συμπιεστής (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική turbocompressor)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστροβιλοσυμπιεστής αρσενικό
- (μηχανική) σύστημα που συνδυάζει έναν στρόβιλο και έναν συμπιεστή, για να αυξήσει την πίεση ενός αερίου, συνήθως τού αέρα, σε διάφορες εφαρμογές όπως στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, σε αεροπορικές μηχανές ή σε βιομηχανικές διαδικασίες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στροβιλοσυμπιεστής