↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στροβιλοσυμπιεστής οι στροβιλοσυμπιεστές
      γενική του στροβιλοσυμπιεστή των στροβιλοσυμπιεστών
    αιτιατική τον στροβιλοσυμπιεστή τους στροβιλοσυμπιεστές
     κλητική στροβιλοσυμπιεστή στροβιλοσυμπιεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στροβιλοσυμπιεστής < στρόβιλος + -ο- + συμπιεστής (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική turbocompressor)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στροβιλοσυμπιεστής αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία