υπερσυμπιεστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερσυμπιεστής (νεολογισμός) < υπερ- + συμπιεστής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supercharger[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερσυμπιεστής αρσενικό
- (νεολογισμός, μηχανολογία) εξάρτημα μηχανής που συμπιέζει τον αέρα πριν την ανάφλεξη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερσυμπιεστής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υπερσυμπιεστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- υπερσυμπιεστής - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr