↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερτροφοδότης οι υπερτροφοδότες
      γενική του υπερτροφοδότη των υπερτροφοδοτών
    αιτιατική τον υπερτροφοδότη τους υπερτροφοδότες
     κλητική υπερτροφοδότη υπερτροφοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερτροφοδότης (νεολογισμός) < υπερ- + τροφοδότης, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική turbocharger)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερτροφοδότης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία