υπερτροφοδότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερτροφοδότης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερτροφοδότης αρσενικό
- συμπιεστής καυσίμου που αυξάνει την αποδόση/τους ίππους
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερτροφοδότης
|