υπερτροφοδότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερτροφοδότης (νεολογισμός) < υπερ- + τροφοδότης, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική turbocharger)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερτροφοδότης αρσενικό
- (νεολογισμός, μηχανολογία) συμπιεστής καυσίμου που αυξάνει την αποδόση/τους ίππους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τροφοδότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερτροφοδότης
Πηγές
επεξεργασία- υπερτροφοδότης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υπερτροφοδότης - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr