Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τουρμπίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τουρμπίν
α
οι
τουρμπίν
ες
γενική
της
τουρμπίν
ας
των
τουρμπιν
ών
αιτιατική
την
τουρμπίν
α
τις
τουρμπίν
ες
κλητική
τουρμπίν
α
τουρμπίν
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τουρμπίνα
<
γαλλική
turbine
(πρβ.
λατινικά
:
turbo
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τουρμπίνα
θηλυκό
o
στρόβιλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τουρμπίνα
αγγλικά
:
turbine
(en)
γαλλικά
:
turbine
(fr)
γερμανικά
:
Turbine
(de)