χιονοστρόβιλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιονοστρόβιλος < απόδοση για τη γαλλική tourbillon de neige, χιονο- + στρόβιλος [1] (μαρτυρείται από το 1886)[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ço.noˈstɾo.vi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐στρό‐βι‐λος
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονοστρόβιλος αρσενικό
- (μετεωρολογία) δυνατός άνεμος που στροβιλίζει το χιόνι
- → δείτε και τη λέξη ανεμόχιονο
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιονοστρόβιλος
|
επεξεργασία
- ↑ χιονοστρόβιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)