χιονοστρόβιλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χιονοστρόβιλος < (απόδοση) γαλλική tourbillon de neige, χιονο- + στρόβιλος (η λέξη μαρτυρείται από το 1886)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /çɔ.nɔˈstɾɔ.vi.lɔs/
- συλλαβισμός : χιο‐νο‐στρό‐βι‐λος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χιονοστρόβιλος αρσενικό
- δυνατός άνεμος ο οποίος στροβιλίζει το χιόνι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χιονοστρόβιλος
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.