Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στροβιλιστικός η στροβιλιστική το στροβιλιστικό
      γενική του στροβιλιστικού της στροβιλιστικής του στροβιλιστικού
    αιτιατική τον στροβιλιστικό τη στροβιλιστική το στροβιλιστικό
     κλητική στροβιλιστικέ στροβιλιστική στροβιλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στροβιλιστικοί οι στροβιλιστικές τα στροβιλιστικά
      γενική των στροβιλιστικών των στροβιλιστικών των στροβιλιστικών
    αιτιατική τους στροβιλιστικούς τις στροβιλιστικές τα στροβιλιστικά
     κλητική στροβιλιστικοί στροβιλιστικές στροβιλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στροβιλιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στροβιλιστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία