στροβιλᾶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στροβιλᾶς | ||||||
γενική | τοῦ | στροβιλᾶ | ||||||
δοτική | τῷ | στροβιλᾷ | ||||||
αιτιατική | τὸν | στροβιλᾶν | ||||||
κλητική ὦ! | στροβιλᾶ | |||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στροβιλᾶς (ελληνιστική κοινή) < στρόβιλ(ος) (κουκουνάρι) + -ᾶς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστροβιλᾶς, -ᾶ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στρόβιλος
Πηγές
επεξεργασία- στροβιλᾶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.