μιλιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμιλιέμαι, πρτ.: μιλιόμουν(α), στ.μέλλ.: θα μιληθώ, αόρ.: μιλήθηκα, μτχ.π.π.: μιλημένος
- (για γλώσσες) ομιλούμαι, χρησιμοποιούμαι
- η γλώσσα αυτή μιλιέται ακόμα στην Ασία
- (με άρνηση) (δεν) δέχομαι ούτε ανταλλάσσω κουβέντα με κανέναν λόγω στενοχώριας ή θυμού
- έχασε χτες η ομάδα του και σήμερα δε μιλιέται
- (αλληλοπαθητικό) για ανθρώπους που έχουν καλές ή έστω τυπικές σχέσεις, υπάρχει επικοινωνία μεταξύ τους
- είχαν μαλώσει άσχημα, αλλά μετά τα βρήκαν και τώρα μιλιούνται
- μάλωσαν και δεν μιλιούνται
Μεταφράσεις
επεξεργασία μιλιέμαι
|