φωνοκινητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνοκινητικός < φωνή + κινητικός, (αντιδάνειο) γαλλική phonocinetique
Επίθετο επεξεργασία
φωνοκινητικός, -ή, -ό
- (ιατρική): αυτός/ή/ό που αναφέρεται σε κίνηση φωνητικών οργάνων
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωνοκινητικός
|