Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωνοκινητικός η φωνοκινητική το φωνοκινητικό
      γενική του φωνοκινητικού της φωνοκινητικής του φωνοκινητικού
    αιτιατική τον φωνοκινητικό τη φωνοκινητική το φωνοκινητικό
     κλητική φωνοκινητικέ φωνοκινητική φωνοκινητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωνοκινητικοί οι φωνοκινητικές τα φωνοκινητικά
      γενική των φωνοκινητικών των φωνοκινητικών των φωνοκινητικών
    αιτιατική τους φωνοκινητικούς τις φωνοκινητικές τα φωνοκινητικά
     κλητική φωνοκινητικοί φωνοκινητικές φωνοκινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνοκινητικός < φωνή + κινητικός, (αντιδάνειο) γαλλική phonocinetique

  Επίθετο επεξεργασία

φωνοκινητικός, -ή, -ό

  • (ιατρική): αυτός/ή/ό που αναφέρεται σε κίνηση φωνητικών οργάνων

  Μεταφράσεις επεξεργασία