↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωνομετρικός η φωνομετρική το φωνομετρικό
      γενική του φωνομετρικού της φωνομετρικής του φωνομετρικού
    αιτιατική τον φωνομετρικό τη φωνομετρική το φωνομετρικό
     κλητική φωνομετρικέ φωνομετρική φωνομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωνομετρικοί οι φωνομετρικές τα φωνομετρικά
      γενική των φωνομετρικών των φωνομετρικών των φωνομετρικών
    αιτιατική τους φωνομετρικούς τις φωνομετρικές τα φωνομετρικά
     κλητική φωνομετρικοί φωνομετρικές φωνομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωνομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phonométrique < phonométrie < αρχαία ελληνική φωνή + μέτρον

  Επίθετο

επεξεργασία

φωνομετρικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία