φωνηεντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωνηεντικός < από το ουσιαστικό φωνήεν + κατάληξη -ικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vocalique
Επίθετο
επεξεργασίαφωνηεντικός -ή -ό
- που αναφέρεται σε φωνήεν
- ⮡ φωνηεντικό σύστημα
- που ανήκει σε φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωνηεντικός
|