Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωνηεντικός η φωνηεντική το φωνηεντικό
      γενική του φωνηεντικού της φωνηεντικής του φωνηεντικού
    αιτιατική τον φωνηεντικό τη φωνηεντική το φωνηεντικό
     κλητική φωνηεντικέ φωνηεντική φωνηεντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωνηεντικοί οι φωνηεντικές τα φωνηεντικά
      γενική των φωνηεντικών των φωνηεντικών των φωνηεντικών
    αιτιατική τους φωνηεντικούς τις φωνηεντικές τα φωνηεντικά
     κλητική φωνηεντικοί φωνηεντικές φωνηεντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνηεντικός < από το ουσιαστικό φωνήεν + κατάληξη -ικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vocalique

  Επίθετο επεξεργασία

φωνηεντικός -ή -ό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία