Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνοληψία οι φωνοληψίες
      γενική της φωνοληψίας των φωνοληψιών
    αιτιατική τη φωνοληψία τις φωνοληψίες
     κλητική φωνοληψία φωνοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνοληψία < φωνή + -ληψία (< λήπτης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωνοληψία θηλυκό

  • (τεχνολογία): η διεργασία σύλληψης και αποτύπωσης ήχου, που άλλοτε γινόταν μηχανικά, ενώ σήμερα επιχειρείται με ηλεκτροακουστικά μέσα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία