φωνογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωνογραφία < φωνογράφος, φωνο- + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωνογραφία θηλυκό (δόκιμο στον ενικό, γενική: της φωνογραφίας)
- η απεικόνιση φθόγγων με σύμβολα
- (παρωχημένο) η εγγραφή ήχων στη συσκευή του φωνογράφου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωνογραφία