φωνηεντισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφωνηεντισμός αρσενικό
- η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα λέξεως
- το σύνολο των φωνηέντων μιας γλώσσας, τα φωνήεντα
- μετατροπή σε φωνήεν
- παροχή ή συμπλήρωση (σε ένα συμφωνικό κείμενο, όπως συμβαίνει με την εβραϊκή και την αραβική γλώσσα) των φωνηέντων ή φωνηεντικών σημείων
Μεταφράσεις
επεξεργασία παροχή των φωνηέντων μιας λέξης