intonation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intonation | intonations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintonation (fr) θηλυκό
- ο τόνος της φωνής
- (λειτουργία) αρχικό μέρος μιας ψαλμωδίας στο γρηγοριανό άσμα
ενικός | πληθυντικός |
intonation | intonations |
intonation (fr) θηλυκό