ενικός         πληθυντικός  
intonation intonations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intonation (fr) θηλυκό

  1. ο τόνος της φωνής
  2. (λειτουργία) αρχικό μέρος μιας ψαλμωδίας στο γρηγοριανό άσμα