επιτονισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιτονισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία, φωνητική) οι διακυμάνσεις της φωνής στον προφορικό λόγο που υποδηλώνουν επιπλέον πληροφορίες (συνήθως συναισθήματα)
- → δείτε τους όρους υπερτμηματικά, υπερτεμαχιακά, ή προσωδιακά στοιχεία
- → δείτε τα σημεία στίξης θαυμαστικό, ερωτηματικό, αποσιωπητικά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιτονισμός
Επεξεργασία
- ↑ «επιτονισμός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.