γαλόνι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαλόνι | τα | γαλόνια |
γενική | του | γαλονιού | των | γαλονιών |
αιτιατική | το | γαλόνι | τα | γαλόνια |
κλητική | γαλόνι | γαλόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaˈlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λό‐νι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γαλόνι ουδέτερο
- αγγλοσαξωνική μονάδα όγκου, ίσο με 4,405 λίτρα (ξηρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 3,785 λίτρα (υγρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 4,454 λίτρα (αυτοκρατορικό γαλόνι στο Ηνωμένο Βασίλειο)
- διακριτικό που φέρουν οι αξιωματικοί και δηλώνει το βαθμό τους
- ↪ του ξήλωσαν τα γαλόνια (τον καθαίρεσαν)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μονάδα όγκου ίση με περίπου 4 λίτρα
Επεξεργασία
- ↑ «γαλόνι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.