Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαλονάτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γαλονάτ
ος
η
γαλονάτ
η
το
γαλονάτ
ο
γενική
του
γαλονάτ
ου
της
γαλονάτ
ης
του
γαλονάτ
ου
αιτιατική
τον
γαλονάτ
ο
τη
γαλονάτ
η
το
γαλονάτ
ο
κλητική
γαλονάτ
ε
γαλονάτ
η
γαλονάτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γαλονάτ
οι
οι
γαλονάτ
ες
τα
γαλονάτ
α
γενική
των
γαλονάτ
ων
των
γαλονάτ
ων
των
γαλονάτ
ων
αιτιατική
τους
γαλονάτ
ους
τις
γαλονάτ
ες
τα
γαλονάτ
α
κλητική
γαλονάτ
οι
γαλονάτ
ες
γαλονάτ
α
Κατηγορία
όπως «
ξένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία el
επεξεργασία
γαλόνι
Επίθετο
επεξεργασία
[και ουσιαστικοποιημένο επίθετο]
ο φέρων
γαλονιού
, αυτός που έχει εξουσία,
αξιωματικός
με
διακριτικό