Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακρίσιμος η διακρίσιμη το διακρίσιμο
      γενική του διακρίσιμου της διακρίσιμης του διακρίσιμου
    αιτιατική τον διακρίσιμο τη διακρίσιμη το διακρίσιμο
     κλητική διακρίσιμε διακρίσιμη διακρίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακρίσιμοι οι διακρίσιμες τα διακρίσιμα
      γενική των διακρίσιμων των διακρίσιμων των διακρίσιμων
    αιτιατική τους διακρίσιμους τις διακρίσιμες τα διακρίσιμα
     κλητική διακρίσιμοι διακρίσιμες διακρίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακρίσιμος < διακρί- (<διακρίνω) + -σιμος

  Επίθετο επεξεργασία

διακρίσιμος, -η, -ο

Μια απλή εξήγηση του πόσο μεγάλο είναι το ντεσιμπέλ ως μονάδα μέτρησης της στάθμης ενός ήχου είναι ότι: 1 ντεσιμπέλ είναι περίπου ίσο με την ελάχιστη διακρίσιμη διαφορά στάθμης δύο ήχων από το ανθρώπινο αυτί.

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία