αδιακρίτως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιακρίτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιακρίτως < ἀδιάκριτος (που δεν διακρίνεται).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αδιάκριτος (στη σημασία: που δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις με α- στερητικό) + -ως. Δείτε και την ετυμολογία του αδιάκριτα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈkɾi.tos/ & /a.ðʝaˈkɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐κρί‐τως
- τονικό παρώνυμο: αδιάκριτος
Επίρρημα
επεξεργασίααδιακρίτως
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διακρίνω
Σημειώσεις
επεξεργασία- παρόμοια με άλλα επιρρήματα, υπάρχει διαφορά στη σημασία με τη μορφή αδιάκριτα η οποία χρησιμοποιείται σε σχέση με τη διακριτικότητα και όχι με τη διάκριση[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιακρίτως
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αδιάκριτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), σ. 69