πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαίλαπα οι λαίλαπες
      γενική της λαίλαπας των λαιλάπων
    αιτιατική τη λαίλαπα τις λαίλαπες
     κλητική λαίλαπα λαίλαπες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαίλαπα θηλυκό

  1. (άνεμος) η θύελλα, ισχυρός άνεμος με βροχή, ανεμοστρόβιλος
  2. (μεταφορικά) οποιοδήποτε καταστροφικό γεγονός
    παράδειγμα  πύρινη λαίλαπα, η λαίλαπα του πολέμου

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

λαίλαπα θηλυκό