Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαίλαπα οι λαίλαπες
      γενική της λαίλαπας των λαιλάπων
    αιτιατική τη λαίλαπα τις λαίλαπες
     κλητική λαίλαπα λαίλαπες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαίλαπα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαῖλαψ από την αιτιατική «τὴν λαίλαπα» [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈle.la.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαί‐λα‐πα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαίλαπα θηλυκό

  1. (άνεμος) η θύελλα, ισχυρός άνεμος με βροχή, ανεμοστρόβιλος
  2. (μεταφορικά) οποιοδήποτε καταστροφικό γεγονός
    πύρινη λαίλαπα, η λαίλαπα του πολέμου

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λαίλαπα θηλυκό