Δείτε επίσης: λαίλαψ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λαιλᾰπ-
ονομαστική λαῖλαψ αἱ λαίλαπες
      γενική τῆς λαίλαπος τῶν λαιλάπων
      δοτική τῇ λαίλαπ ταῖς λαίλαψ(ν)
    αιτιατική τὴν λαίλαπ τὰς λαίλαπᾰς
     κλητική ! λαῖλαψ λαίλαπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαίλαπε
γεν-δοτ τοῖν  λαιλάποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαῖλαψ < άγνωστης ετυμολογίας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαῖλαψ θηλυκό

  • (άνεμος) η λαίλαπα
    ※  4ος αιώνας πκε Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
    Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία