granito
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
granito | granitos |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgranito (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη grain
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgranito (it)
ενικός | πληθυντικός |
granito | granitos |
granito (fr) αρσενικό
granito (it)