ντριστέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντριστέλα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική draşteală (drîşteală / tristella) (γναφείο) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντριστέλα θηλυκό
- (παρωχημένο) κατασκευή σε μέρος με φυσικό ή τεχνητό καταρράκτη, για την κατεργασία (ή το πλύσιμο) των ρούχων, των κλινοσκεπασμάτων ή διαφόρων υφαντών με τη βοήθεια της πίεσης, της περιδίνησης και της ανάδευσης του νερού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντριστέλα