Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλωνισμένος η αλωνισμένη το αλωνισμένο
      γενική του αλωνισμένου της αλωνισμένης του αλωνισμένου
    αιτιατική τον αλωνισμένο την αλωνισμένη το αλωνισμένο
     κλητική αλωνισμένε αλωνισμένη αλωνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλωνισμένοι οι αλωνισμένες τα αλωνισμένα
      γενική των αλωνισμένων των αλωνισμένων των αλωνισμένων
    αιτιατική τους αλωνισμένους τις αλωνισμένες τα αλωνισμένα
     κλητική αλωνισμένοι αλωνισμένες αλωνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλωνίζω

  Μετοχή επεξεργασία

αλωνισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αλωνίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία