Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θερισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θερισμέν
ος
η
θερισμέν
η
το
θερισμέν
ο
γενική
του
θερισμέν
ου
της
θερισμέν
ης
του
θερισμέν
ου
αιτιατική
τον
θερισμέν
ο
τη
θερισμέν
η
το
θερισμέν
ο
κλητική
θερισμέν
ε
θερισμέν
η
θερισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θερισμέν
οι
οι
θερισμέν
ες
τα
θερισμέν
α
γενική
των
θερισμέν
ων
των
θερισμέν
ων
των
θερισμέν
ων
αιτιατική
τους
θερισμέν
ους
τις
θερισμέν
ες
τα
θερισμέν
α
κλητική
θερισμέν
οι
θερισμέν
ες
θερισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θερισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
θερίζω
Μετοχή
επεξεργασία
θερισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
θερίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θερισμένος
γαλλικά
:
fauché
(fr)