Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωιμοθερίζω < πρώιμος + -ο- + θερίζω

πρωιμοθερίζω (παθητική φωνή: πρωιμοθερίζομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία