Ετυμολογία

επεξεργασία
χλωροθερίζω < χλωρός + -ο- + θερίζω

χλωροθερίζω (παθητική φωνή: χλωροθερίζομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία