Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγουροθερίζω < άγουρος + -ο- + θερίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αγουροθερίζω (παθητική φωνή: αγουροθερίζομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία