Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγουροθερισμένος η αγουροθερισμένη το αγουροθερισμένο
      γενική του αγουροθερισμένου της αγουροθερισμένης του αγουροθερισμένου
    αιτιατική τον αγουροθερισμένο την αγουροθερισμένη το αγουροθερισμένο
     κλητική αγουροθερισμένε αγουροθερισμένη αγουροθερισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγουροθερισμένοι οι αγουροθερισμένες τα αγουροθερισμένα
      γενική των αγουροθερισμένων των αγουροθερισμένων των αγουροθερισμένων
    αιτιατική τους αγουροθερισμένους τις αγουροθερισμένες τα αγουροθερισμένα
     κλητική αγουροθερισμένοι αγουροθερισμένες αγουροθερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγουροθερισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγουροθερίζω

  Μετοχή επεξεργασία

αγουροθερισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία