αγουροθερισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγουροθερισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγουροθερίζω
Μετοχή
επεξεργασίααγουροθερισμένος
- που έχει αγουροθεριστεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγουροθερισμένος
|