θεριζοαλωνιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεριζοαλωνιστικός < θερίζ(ω) + -ο- + αλωνιστικός
Επίθετο επεξεργασία
θεριζοαλωνιστικός, -ή, -ό
- που θερίζει και αλωνίζει
- → δείτε τον όρο θεριζοαλωνιστική μηχανή
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεριζοαλωνιστικός
|