↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεριζοαλωνιστικός η θεριζοαλωνιστική το θεριζοαλωνιστικό
      γενική του θεριζοαλωνιστικού της θεριζοαλωνιστικής του θεριζοαλωνιστικού
    αιτιατική τον θεριζοαλωνιστικό τη θεριζοαλωνιστική το θεριζοαλωνιστικό
     κλητική θεριζοαλωνιστικέ θεριζοαλωνιστική θεριζοαλωνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεριζοαλωνιστικοί οι θεριζοαλωνιστικές τα θεριζοαλωνιστικά
      γενική των θεριζοαλωνιστικών των θεριζοαλωνιστικών των θεριζοαλωνιστικών
    αιτιατική τους θεριζοαλωνιστικούς τις θεριζοαλωνιστικές τα θεριζοαλωνιστικά
     κλητική θεριζοαλωνιστικοί θεριζοαλωνιστικές θεριζοαλωνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεριζοαλωνιστικός < θερίζ(ω) + -ο- + αλωνιστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

θεριζοαλωνιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία