θεριστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεριστικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θεριστικός[1] < αρχαία ελληνική θεριστής < θερίζω < θέρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θe.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ρι‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
θεριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον θερισμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή είναι κατάλληλος γι’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- θεριστική βολή / θεριστικό πυρ: (στρατιωτικός όρος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θεριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεριστικός < αρχαία ελληνική θεριστ(ής) + -ικός < θερίζω < θέρος < πρωτοελληνική *tʰéros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) < *gʷʰer- (ζεστός)
Επίθετο επεξεργασία
θεριστικός, -ή, -όν
- θεριστικός, σχετικός με το θέρισμα
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- θεριστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.