Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρεσκοθερισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φρεσκοθερισμέν
ος
η
φρεσκοθερισμέν
η
το
φρεσκοθερισμέν
ο
γενική
του
φρεσκοθερισμέν
ου
της
φρεσκοθερισμέν
ης
του
φρεσκοθερισμέν
ου
αιτιατική
τον
φρεσκοθερισμέν
ο
τη
φρεσκοθερισμέν
η
το
φρεσκοθερισμέν
ο
κλητική
φρεσκοθερισμέν
ε
φρεσκοθερισμέν
η
φρεσκοθερισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φρεσκοθερισμέν
οι
οι
φρεσκοθερισμέν
ες
τα
φρεσκοθερισμέν
α
γενική
των
φρεσκοθερισμέν
ων
των
φρεσκοθερισμέν
ων
των
φρεσκοθερισμέν
ων
αιτιατική
τους
φρεσκοθερισμέν
ους
τις
φρεσκοθερισμέν
ες
τα
φρεσκοθερισμέν
α
κλητική
φρεσκοθερισμέν
οι
φρεσκοθερισμέν
ες
φρεσκοθερισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρεσκοθερισμένος
<
φρεσκο-
+
θερισμένος
Μετοχή
επεξεργασία
φρεσκοθερισμένος
που
πρόσφατα
έχει
θεριστεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
φρεσκοθέριστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρεσκοθερισμένος