αποθερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθερίζω < αρχαία ελληνική ἀποθερίζω
Ρήμα
επεξεργασίααποθερίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αποθέρισμα
- αποθερισμός
- → δείτε τις λέξεις από, θερίζω και θέρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθερίζω | αποθέριζα | θα αποθερίζω | να αποθερίζω | αποθερίζοντας | |
β' ενικ. | αποθερίζεις | αποθέριζες | θα αποθερίζεις | να αποθερίζεις | αποθέριζε | |
γ' ενικ. | αποθερίζει | αποθέριζε | θα αποθερίζει | να αποθερίζει | ||
α' πληθ. | αποθερίζουμε | αποθερίζαμε | θα αποθερίζουμε | να αποθερίζουμε | ||
β' πληθ. | αποθερίζετε | αποθερίζατε | θα αποθερίζετε | να αποθερίζετε | αποθερίζετε | |
γ' πληθ. | αποθερίζουν(ε) | αποθέριζαν αποθερίζαν(ε) |
θα αποθερίζουν(ε) | να αποθερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθέρισα | θα αποθερίσω | να αποθερίσω | αποθερίσει | ||
β' ενικ. | αποθέρισες | θα αποθερίσεις | να αποθερίσεις | αποθέρισε | ||
γ' ενικ. | αποθέρισε | θα αποθερίσει | να αποθερίσει | |||
α' πληθ. | αποθερίσαμε | θα αποθερίσουμε | να αποθερίσουμε | |||
β' πληθ. | αποθερίσατε | θα αποθερίσετε | να αποθερίσετε | αποθερίστε | ||
γ' πληθ. | αποθέρισαν αποθερίσαν(ε) |
θα αποθερίσουν(ε) | να αποθερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποθερίσει | είχα αποθερίσει | θα έχω αποθερίσει | να έχω αποθερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποθερίσει | είχες αποθερίσει | θα έχεις αποθερίσει | να έχεις αποθερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποθερίσει | είχε αποθερίσει | θα έχει αποθερίσει | να έχει αποθερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθερίσει | είχαμε αποθερίσει | θα έχουμε αποθερίσει | να έχουμε αποθερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποθερίσει | είχατε αποθερίσει | θα έχετε αποθερίσει | να έχετε αποθερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθερίσει | είχαν αποθερίσει | θα έχουν αποθερίσει | να έχουν αποθερίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθερίζω
|