↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθρωποθεριστής οι ανθρωποθεριστές
ανθρωποθεριστάδες
      γενική του ανθρωποθεριστή των ανθρωποθεριστών
ανθρωποθεριστάδων
    αιτιατική τον ανθρωποθεριστή τους ανθρωποθεριστές
ανθρωποθεριστάδες
     κλητική ανθρωποθεριστή ανθρωποθεριστές
ανθρωποθεριστάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ανθρωποθεριστής

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθρωποθεριστής < ανθρωπο- + θεριστής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανθρωποθεριστής αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία